συντρόφων

συντρόφων
σύντροφος
brought up together with
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξυντρόφων — συντρόφων , σύντροφος brought up together with masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… …   Dictionary of Greek

  • θεόληπτος — I Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. 1. Θ. A’ (; 1522). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1513 22). Χειροτονήθηκε μητροπολίτης Ιωαννίνων από τον προκάτοχό του, Παχώμιο Α’, και, όταν αυτός πέθανε, εξασφάλισε από τον σουλτάνο Σελίμ Α’ (1512 20) τον… …   Dictionary of Greek

  • ληστεία — Η ένοπλη επιβουλή εναντίον προσώπων και πραγμάτων από άτομα οργανωμένα σε συμμορίες υπό την ηγεσία ενός αρχηγού. Η λέξη λ. χαρακτηρίζει γενικά τη δράση που λαμβάνει χώρα στην ξηρά και διακρίνεται από την ανάλογη δράση στη θάλασσα, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • νεκρομαντεία — Mαντική τεχνική, στην οποία ο χρησμός λαμβάνεται από έναν νεκρό, την επέμβαση του οποίου επικαλούνται οι άνθρωποι κατά διάφορους τρόπους· οι αρχαίοι την έλεγαν και νεκυομαντεία, από τη λέξη νέκυια, που σήμαινε τη σχετική μαγική τελετή. Κλασικό… …   Dictionary of Greek

  • παρέα — η 1. συναναστροφή, συντροφιά (α. «χρόνια τώρα κάνουμε παρέα» β. «έχει κακές παρέες») 2. ομάδα φίλων, συντρόφων, συνδαιτυμόνων κ.λπ. (α. «προχωρούσαν δυο παρέες» β. «χτες δεν ήταν στην παρέα μας, ήταν σε άλλη») 3. στενός φίλος ή συνοδός (α. «είναι …   Dictionary of Greek

  • συντροφισμός — ο, Ν 1. η σχέση μεταξύ συντρόφων, συντροφικότητα 2. βιολ. αμοιβαία εξάρτηση διαφορετικών τύπων οργανισμών για την ικανοποίηση τών αντίστοιχων τροφικών αναγκών τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύντροφος + ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • τερτσέτο — το, Ν 1. ιταλική ποιητική στροφή η οποία αποτελείται από τρεις στίχους και ο πρώτος και τρίτος στίχος είναι ομοιοκατάληκτοι ενώ ο δεύτερος ομοιοκαταληκτεί με τον πρώτο και τρίτο στίχο τού επόμενου τρίστιχου, αλλ. τέρτσα ρίμα, τερτσίνα 2. σύντομο… …   Dictionary of Greek

  • φενιανός — ή, ό, Ν φρ. «φενιανός κύκλος» λογοτ. διηγήσεις και μπαλάντες τής ιρλανδικής γαελικής λογοτεχνίας με θέμα τα κατορθώματα τού μυθικού Φιν ΜακΚούμχαϊλ και τών συντρόφων του πολεμιστών τής θρυλικής ομάδας Φιάνα Έιρεαν. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν …   Dictionary of Greek

  • χαντίθ — το, Ν άκλ. 1. σύνολο πληροφοριών σχετικά με τις πράξεις και τις ρήσεις τού Μωάμεθ και τών συντρόφων του 2. (κατ επέκτ.) σύνολο προφητικών παραδόσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αραβ. προέλευσης με σημ. «συνομιλία, αφήγηση»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”